Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για τα εγκαίνια του αναστηλωμένου ανακτόρου των Αιγών, που έχτισε ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας και στέφθηκε βασιλιάς ο Μέγας Αλέξανδρος. Πρόκειται για το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας.
Σε βίντεο που δημοσιεύθηκε πριν τέσσερα χρόνια στον λογαριασμό του ΕΣΠΑ στο Youtube γίνεται περιήγηση μέσω drone στον χώρο κατά τη διάρκεια των αναστηλώσεων, ενώ η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, Αγγελική Κοτταρίδη, μιλά αναλυτικά για το κτήριο και εξηγεί γιατί θεωρείται εφάμιλλης σημαντικότητας με τον Παρθενώνα.
Παρακολουθείστε το βίντεο:
Το Ανάκτορο «είναι ίσης αξίας με τον Παρθενώνα. Δεν ήταν το σπίτι του βασιλιά, είναι το Μέγαρο Μαξίμου, είναι το κέντρο της διοίκησης, που δεν απευθύνεται στα μέλη της κυβέρνησης μόνο, αλλά σε όλους τους πολίτες των Αιγών. Το περιστύλιο είναι ο τόπος συνάθροισης των πολιτών, χωράει περίπου 4.000 άτομα και οι Αιγές δεν είχαν παραπάνω άνδρες. Συγκεντρώνει όλες τις δραστηριότητες που είχε η πολιτική αγορά. Αυτό είναι το Ανάκτορο των Αιγών και είναι η ιδέα της “πεφωτισμένης δεσποτείας”, πώς εφαρμόζεται σε μία νέα τάξη πραγμάτων που ο Φίλιππος και η πεφωτισμένη ομάδα που τον στηρίζει θέλει να ξεκινήσει και να επιβάλλει και το καταφέρνει» εξηγεί στην κάμερα η κ. Κοτταρίδη.
«Το ανάκτορο είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από τον Παρθενώνα σε εμβαδόν (περίπου 12.000 τ.μ.) και αποτελεί έργο σπουδαίου αρχιτέκτονα του 4ου αιώνα π.Χ., χωρίς να αποκλείεται να είναι του Πυθέου. Λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο και αποτέλεσε πρότυπο για τα ανάκτορα της ελληνιστικής επικράτειας» αναφέρει η ίδια.
«Αυτό το Ανάκτορο όταν θα το έχουμε, θα ξαναγράψουμε την ιστορία της αρχαίας αρχιτεκτονικής. Αυτό το μνημείο μας έχει μάθει πάρα πολλά. Είναι πραγματικά κορυφαίο. Είναι ένα θαύμα τεχνικής και αυτό το διαπιστώνουμε σε όλα τα επίπεδα» συνεχίζει η κ. Κοτταρίδη.
«Ο αρχιτέκτονας του μνημείου εμπνέεται τόσο από τις θεωρίες των Πυθαγορείων όσο και από τις θεωρίες του Πλάτωνα, τα πάντα ανταποκρίνονται στον λόγο της “χρυσής τομής”, ενώ στην κάτοψη ενσωματώνει όλη τη θεωρία του Πλάτωνα για την ψυχή του κόσμου», εξηγεί.
«Αυτό είναι μία συγκλονιστική ιστορία. Σημαίνει ότι μιλάμε για ένα εξαιρετικά μορφωμένο κύκλο ανθρώπων, δηλαδή μας βοηθάει να αναθεωρήσουμε τις ιδέες που είχαμε από τα βιβλία του σχολείου και κυρίως από τους λίβελους του Δημοσθένη για τον Φίλιππο και το περιβάλλον του, μας δείχνει τη στενή σχέση της Μακεδονίας με τους πλατωνικούς του βασιλείου και κυρίως μας δείχνει πώς αυτοί σκέφτηκαν και εφάρμοσαν την ιδέα της “πεφωτισμένης δεσποτείας” στην αρχιτεκτονική. Αυτό λοιπόν το κτήριο το έχουμε στην Ελλάδα και ευτυχώς σώθηκε ένα μεγάλο κομμάτι των δαπέδων, σώθηκαν οι τοιχοβάτες σε πολλά σημεία, άρα μπορούμε με ακρίβεια και απόλυτη βεβαιότητα να το αναπαραστήσουμε σε ποσοστό 90 τοις εκατό» αναφέρει.
Περιγράφοντας την πορεία των έργων, η κ. Κοτταρίδη τονίζει ότι αποχωμάτωση για την αποκάλυψη του μνημείου δεν έγινε ποτέ. «Έγινε συστηματικότατη ανασκαφή με κάναβο, λες και σκάβαμε προϊστορικά. Είχαμε, λοιπόν, εκπληκτικά ευρήματα, γιατί πολλά κομμάτια ήταν πεσμένα ή αποτεθειμένα στα μπάζα. Αντίστοιχη δουλειά, με το “βελόνι”, έχει η Ακρόπολη, γιατί κι εκεί είχαν να κεντήσουν και να βρουν θραυσματάκια. Όλο αυτό το έργο είναι μια εποποιία» δηλώνει η διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας.
«Έχουμε καταγράψει πάνω από 4.000 αρχιτεκτονικά μέλη. Κομμάτια του περιστυλίου, επιστύλια, χαρακτηριστικά στοιχεία του Ανακτόρου. Μαζεύουμε τα θραύσματά του, τα οποία συναρμόζονται στο κομμάτι που θα αναπλαστεί στο μουσείο και μας οδηγούν σε καταπληκτικές νέες ανακαλύψεις, οι οποίες έχουν πραγματικά χέρια, πόδια και κεφάλι και δεν είναι πυροτεχνήματα και ευφυολογήματα ή ιστορίζοντα θεωρήματα με λήψη του ζητουμένου, γιατί ξεκινάμε από τις πέτρες και οι πέτρες είναι ειλικρινείς, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Έχεις δεδομένα αυστηρά και βαριά» συνεχίζει.